- πεντάπορος
- -η, -ο / πεντάπορος, -ον, ΝΑαυτός που έχει πέντε πόρους, δηλαδή, διόδους, περάσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + -πορος (< πόρος), πρβλ. επτά-πορος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενταπόροις — πεντάπορος with five passages masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek